ανιστορώ — ανιστορώ, ανιστόρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανιστορώ — (AM ἀνιστορῶ) νεοελλ. μσν. διηγούμαι, αφηγούμαι («Έκατσε και του τ ανιστόρησε με το νυ και με το σίγμα» Γ. Βλαχογιάννης) 2. αναπολώ, ανακαλώ στη μνήμη μου («Απόψε τα ματάκια μου έκλαψαν τα καημένα γιατί ανιστορηθήκανε βάσανα περασμένα» δημοτ.)… … Dictionary of Greek
ανιστορώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. αφηγούμαι, περιγράφω: Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας ανιστορεί τα δεινά των κατοίκων από την επιδρομή των πειρατών. 2. ζωγραφίζω: Την εκκλησία ανιστόρησε ένας αγιορείτης καλόγερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναφράζω — ἀναφράζω (Α) 1. εκθέτω, ανιστορώ 2. (μέσ., ομαι) αναγνωρίζω, ξαναθυμάμαι … Dictionary of Greek
ανηγούμαι — ἀνηγοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. ανιστορώ, διηγούμαι, αναφέρω 2. προχωρώ, ανεβαίνω με την αξία μου … Dictionary of Greek
ανιστορητής — ο [ανιστορώ] αφηγητής, αυτός που διηγείται … Dictionary of Greek
ενιστορώ — ἐνιστορῶ, έω (AM) [ιστορώ] εξιστορώ, ανιστορώ, διηγούμαι, εκθέτω … Dictionary of Greek
προανιστορώ — έω, Α [ἀνιστορῶ] εξιστορώ κάτι εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek